Σελίδες

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Οι Βορειοηπειρώτες Οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908)

Ο Σπυρομήλιος
με τη στολή του Μακεδονομάχου
το 1905
Στις αρχές του 20 αιώνα, η Μακεδονία συγκλονίστηκε από φοβερές συγκρούσεις. Οι Βούλγαροι αφού προσάρτησαν την Ανατολική Ρωμυλία, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τη Μακεδονία.

Ένοπλα τμήματα άτακτων ( κομιτατζήδες), που καθοδηγούσαν Βούλγαροι αξιωματικοί εισέβαλαν στη Μακεδονία και άρχισαν να προπαγανδίζουν την αυτονόμησή της.Ο κίνδυνος να επικρατήσουν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία ήταν μεγάλος. Ο ελληνικός πληθυσμός βρέθηκε σε δύσκολη θέση και άρχισε να κινείται. Δεν άργησε και η βοήθεια από την Ελλάδα. Σώματα εθελοντών εισήλθαν στο έδαφος της Μακεδονίας. 


Οι Έλληνες αγωνίστηκαν κατά των Βουλγάρων, σύγχρονα αντιμετώπιζαν και τους Τούρκους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί πήραν θάρρος, οργανώθηκαν σώματα από ντόπιους εθελοντές. Θρυλικός καπετάνιος στους Μακεδονικούς Αγώνες αναφέρεται ο Παύλος Μελάς, ο οποίος κατατρόπωσε τους Βούλγαρους. 

Στον Μακεδονικό Αγώνα (1904 - 1908) συμμετείχαν και πολλοί Ηπειρώτες από τα μέρη της Ηπείρου που από το 1913 με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας θα πέρναγαν στο αλβανικό κράτος που από τότε ονομάστηκαν Βόρειος Ήπειρος.

Ο Σπύρος Σπυρομήλιος από τη Χιμάρα συμμετείχε από πολύ νωρίς στο «Μακεδονικό Κομιτάτο» ως Υπομοίραρχος της Χωροφυλακής επιτυγχάνοντας αρχικά την στρατολόγηση αρκετών Κρητικών ενώ τον Σεπτέμβριο του 1904, από κοινού με άλλους αξιωματικούς τοποθετήθηκε στο ελληνικό γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης ως κλητήρας ή ειδικός γραφέας με το ψευδώνυμο Σουρής. 
Τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι αξιωματικοί επωμίστηκαν την οργάνωση επιτροπών αγώνα στις πόλεις και στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, τον ορισμό πληροφοριοδοτών, μεταφορέων κλπ, την παραλαβή και την διανομή του οπλισμού όπως και τη διενέργεια ομιλιών προς τόνωση του εθνικού φρονήματος των ελληνικών πληθυσμών. Αργότερα, ανέλαβε τον συντονισμό του σώματος των Κρητικών Κατσίγαρη και Παπαμαλέκου που δρούσαν στην περιοχή του Κιλκίς όπως και την έγκαιρη μισθοδοσία των ενόπλων καθώς και όσα ζητήματα προέκυπταν από τη δράση τους.
Τον Ιανουάριο του 1905, ο Σπυρομήλιος και οι υπόλοιποι αξιωματικοί, αναχώρησαν για την Ελλάδα με σκοπό να οργανώσουν νέα ένοπλα σώματα και την 28η Απριλίου, φέροντας το ψευδώνυμο Αθάλης Μπούας, αποβιβάστηκε στις ακτές της Πιερίας ηγούμενος ομάδας 35 ενόπλων και κινήθηκε από κοινού με το ισάριθμο σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη προς τα Πιέρια Όρη.
Στις 5 Μαΐου τα δύο ένοπλα σώματα καθώς και το ολιγάριθμο του Κατσίγαρη, έδωσαν μάχη με οθωμανικές δυνάμεις στο χωριό Σιαμπανίτσα με αποτέλεσμα των τραυματισμό τεσσάρων ανταρτών. Λίγες ημέρες αργότερα, οι δύο ομάδες χωρίστηκαν και το σώμα του Σπυρομήλιου ( στο οποίο είχε προσκολληθεί και αυτό του Κατσίγαρη ) κατευθύνθηκε προς τον τομέα ευθύνης του που ήταν κυρίως η Αριδαία και οι Πρόμαχοι Πέλλας και δευτερευόντως το Μορίχοβο και το Πάικο.
Η κίνηση όμως του σώματος έγινε αντιληπτή από Βούλγαρους κατοίκους του χωριού Πάτημα ή Πατατσί, έτσι, την ίδια νύχτα, κατέφθασαν στο σημείο πολυάριθμες ομάδες κομιτατζήδων και ξέσπασε μάχη κατά την οποία ο Σπυρομήλιος τραυματίστηκε στο αριστερό πόδι με αποτέλεσμα να διακομιστεί από τους άνδρες του σε οικία στο Βλάδοβο ενώ αργότερα νοσηλεύτηκε για τρεις ή τέσσερις μήνες στην Νάουσα. Μετά την αποθεραπεία του επέστρεψε στην Αθήνα. Ενδιάμεσα, οι περισσότεροι από τους άνδρες του προσχώρησαν στο σώμα του Εμμανουήλ Κατσίγαρη.

Στο Μακεδονικό Αγώνα του 1904 - 1908 το παρών έδωσε επίσης ο Εξαίρετος Οπλαρχηγός της Ηπείρου Θύμιος Λιώλης.
Ο εγγονός ενός εκ των αδελφών του Θύμιου Λίωλη, Χρήστος Λιώλης, γράφει τα εξής:

"Πρώτος ο Καπετάνιος στο πλευρό του θρύλου της Μακεδονίας, Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, όπου τον κάλεσε κοντά του να αγωνιστούν εναντίον των Βουλγάρων κομιταζήδων και Τούρκων το 1904-1909, αν και η Ήπειρος είχε τις δικές της περιπέτειες. 

Το προσωπικό της ενδιαφέρον έδειξε και τον θαύμασε η Βασίλισσα Όλγα όταν τραυματίστηκε στους Μακεδονικούς Αγώνες και τον επισκέφτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου τον είχαν μεταφέρει τα παλικάρια του Μελά".


Με τα σώματα του Παύλου Μελά πολέμησαν και οι παρακάτω Διβριώτες: 

Βασίλης Γκουβέλης (καπετάν Δίβρας)
Λάμπης Ζιάγκας
Μήτσιος Κούρης
Ζήσος Πίσιαλας
Πέτρος Πίσιαλας
Νικόλας Χαρμπάτσης
Σταύρος Ροκανάς 

Ο Βασίλης Γκουβέλης γεννήθηκε στη Δίβρη το 1857. Ο πατέρας του λεγόνταν Αναστάσης. Ήταν από τους μεγαλύτερους πατριώτες που ανέδειξε η Βόρεια Ήπειρος. Εφτά (7) χρόνια πολεμούσε στον αντάρτικο πόλεμο των Ελλήνων με τους Βούλγαρους και οι γονείς του δεν ήξεραν αν ζει η αν είχε σκοτωθεί. Αρχηγός του σώματος στο οποίο έπαιρνε μέρος ήταν κάποιος Βασίλης Σάββας, ενώ υπαρχηγός ο Βασίλης Γκουβέλης. Μετά το θάνατο του Σάββα έγινε αυτός αρχηγός.

Ανέκδοτες ιστορίες γύρω από τον καπετάν Δίβρα.

• … Ένας τσέλεγκας βλάχος τον καλούσε στα τραπέζια, φαγοπότι,
γάλα, κρέατα. Δυσκολεύτηκαν τα πρόβατα το Μάρτη και ψόφησαν μερικά.
-Είμαι χάλια καπετάν Δίβρα,- του είπε, δεν έχω χορτάρι.
-Για πού το ’χεις!
-Δεν μ’ αφήνουν οι Βούλγαροι, με πελεκάνε.
-Πως είπες; Πώλυσ’ τα πρόβατα αύριο μέσα!
-Θα χάσω τα πρόβατα.
-Αν θα χαθεί ο καπετάν Δίβρας.
Με το πώλυμα, μπαμ οι Βούλγαροι. Διαταγή στο σώμα, με τα μαχαίρια, με τα ντουφέκια, με τις λόγχες, τους πελέκησαν τους βούλγαρους.
-Μ’ έσωσες καπετάν Δίβρα…. Υποχρεώθηκε μετά αυτός.

• …Ο πατέρας του Αντώνη Λάγιου, ο Λάμπης μαζί με το Σταύρο Βασίλη από το Δεκατρείς ξεκινάνε για την Πόλη (Κωνσταντινούπολη).Στην Αθήνα κάνουν στάση στο καφενείο του Διβριώτη Χρήστου Πάντου. Φορούσαν απ’ ένα ταλαγάνι παλιό, φτώχεια τότε και καθίσανε στο τραπέζι. Στο καφενείο μπήκε σε λίγο ο καπετάν Γκουβέλης ή καπετάν Δίβρας, με το σώμα του. Πάνει στο γραφείο, γυρίζει, πληρώνει τα παλικάρια του αδρά όλο χρυσό, τζάμπα φαγοπότι, ντύσιμο…Το στρώνουν μέσα όλο γλέντι. Το Λάμπη, τον είχε γαμπρό στην 3η ξαδέρφη, αλλά δεν τον γνώρισε. Ούτε και ο Λάμπης. Εκεί που τραγουδούσαν άρεσε το τραγούδι σε έναν αγά από το Φιλιάτι, μπήκε στο καφενείο δεν ήβρε τραπέζι και έβαλε καρέκλα στο τραπέζι του Λάμπη Λάγιου, του έριξε χαστούκι και του είπε:
-Σηκωθείτε απ’ αύτου!
Σηκώθηκαν και έκατσαν και φρικάζονταν. Τους είδε ο Καπετάν Δίβρας, λέει του Χρήστου εκεί που τον σέρβιρε γι’ αυτούς τους δύο, ποιοι είναι.
-Μαύρε Βασίλη, για αυτό δεν τους δίνεις γνωριμία;
-Τι;
-Αυτός είναι ο γαμπρός σου.
-Ποιος;
-Ο Λάμπη Λάγιος.
-Ο άλλος;
-Ο Σταύρο Βασίλης από το Δεκατρείς.
-Αυτός που τον χαστούκισε;
-Αγάς από το Φιλιάτι.
Ένα σήκωμα κάνει, όπως είχε την βίτσα, πάνει τρακ, τρακ εκεί.
-Δεν βαρούνε έτσι οι κολιάκοι! Βαρούν έτσι, όπως θα σε βαρέσω εγώ!
Έναν κλίτσιο στο κεφάλι, άλλο κλίτσιο και του μπαίνει…..βάτε, βάτε. Βου τα αίματα του αγά.
-Μαύρε Βασίλη,- του είπε ο Χρήστος. Τι έκανες;
-Φεύγα,- του λέει, γιατί θα σε κάνω και σένα σαν τούτον.
Πάει η αστυνομία, αλλά δεν είχε δικαίωμα, ήταν αρχηγός. Του έκαναν αναφορά και τον κάλεσε ο τμηματάρχης του:
-Καλά, μω καπετάν Δίβρα, εμείς σε έχουμε να μας απελευθερώσεις, όχι να μας σκοτώσεις!
-Πως είπες- του είπε, στο διάολο εσύ και τα γράδα σου, έχω εφτά χρόνια που πολεμάω για αυτά τα αδέρφια και δεν ξέρει αν ζω, μάνα και πατέρας και ήρθε το κολιάκι από το Φιλιάτι να μου χτυπήσει εμένα το γαμπρό μπροστά στα μάτια μου;
Δε φοβόνταν τίποτα, ήταν ανθρωποφάγος, παλικάρι.


*…..Μετά από την συνθηκολογία με τους Βούλγαρους ο Βασίλης γύρισε στη Δίβρη. Παντρεύτηκε μια γυναίκα από τη Δρόβιανη, Λένη τη λέγανε. Στη Δίβρη είχαν χαμηλό σπίτι, η Λένη δεν έκανε στη Δίβρη, γι’ αυτό τον πείρε στη Δρόβιανη, εκεί άνοιξε καφενείο

….Μετά από καιρό ο τσέλεγκας, ο Σιδέρης, μαζί με άλλους βλάχους από τα λιβάδια της Λαμίας, κατέβηκαν στα λιβάδια της Δίβρης και έβαλαν κονάκι στο μοναστήρι στον Αη Νικόλα ,στην αρχή. Μεμιάς, χάλεψε τον καπετάν Δίβρα. Δεν τον έβρισκε στο χωριό.
Βάρτου, μπήξτου, τίποτα. 

–Μωρέ, -τους λέει, ένας που ήταν στη Μακεδονία 7 χρόνια και πολεμούσε.
Ωπ., τους πάει στη γνώμη. Τέλος, του λένε είναι γαμπρός στη Δρόβιανη.
-Δεν έχει κανέναν δικό του εδώ;
-Έχει έναν γαμπρό εδώ, από αδερφή.
-Ειδοποιήστε τον να ’ρθει να μ’ ανταμώσει.
Λένε του πάππου Νάσιου. Πάνει τούτος βράγκ, βράγκ μ’ ένα παλτό μαλλίκοβο. Τον χαιρετάει.
-Γαμπρός του καπετάν Δίβρα είσαι;- του λέει.
-Ναι, κατάλαβες τι γίνεται.
Σφάξιμο, φαγοπότι, Του σφάζει ένα τραί, ένα βαρέλι τυρί, βούτυρο, μαλλί.
-΄Θα τα πας στο σπίτι και θα’ ρθεις. Ένα μουλάρι εσύ, ένα άδειο. Θα πας στη Δρόβιανη να μου φέρεις τον καπετάν Δίβρα.
Ένα ο Νάσιος και στη Δρόβιανη
-Που’ σαι ωρέ Βασίλη, του λέει, ήρθε ένας τσέλιγκας Σιδέρης που είχες κάνει μαζί και σε χαλεύει φιρί-φιρί.
-Έρθε ο Σιδέρης στη Δίβρη;
-Ναι.
-Που;
- Στο μοναστήρι.
Ένα ο Βασίλης καβάλα στο μουλάρι και στη Δίβρη. Μια βδομάδα σφάξε, φάε. Τον κινάει με μαλλί, βούτυρο και τον πάει στη Δρόβιανη… 

O Καπετάν Δίβρας απεβίωσε από φυσικό θάνατο στη Δρόβιανη το 1944

*…Και τα παιδιά που έβγαλε, όλα της τριχιάς. Είχε τέσσερα παιδιά. Τον Λευτέρη, το Στέφανο, το Θεμιστοκλή και τον Αναστάση. Ο Λευτέρης ήταν δάσκαλος, διορίστηκε αρχηγός της ένοπλης ομάδας των ριζών το 1943, μετά πήγε στις εθνικές ομάδες του Ζέρβα, Τέλος υπήρξε γραμματέας της Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνα Ιωαννίνων. Πέθανε το ‘90.

Ο Στέφανος τέλειωσε Στρατιωτική Σχολή στην Κέρκυρα. Κάποια φορά καθώς ερχόνταν να δει τους δικούς του έπεσε στα χέρια ληστών οι οποίοι τον βασάνισαν μέχρι που πέθανε. 

Ο Αναστάσης δούλευε ενάντια στο Κόμμα και οι κομμουνιστές παρτιζάνοι τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν άγρια, του έσκισαν τα κρέατα με τα μαχαίρια και του έριξαν αλάτι στις πληγές του. Μετά τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο όπου βρήκε φρικτό θάνατο. 

Ο Θεμιστοκλής κι αυτός παρτιζάνος, αρρώστησε από τη στενοχώρια του και πέθανε.

(Για τον Καπετάν Δίβρα τα στοιχεία από τον χρήστη "Bουνίσιος" από το φόρουμ του www.neb.gr)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια τα οποία προσβάλουν και θίγουν πρόσωπα θα διαγράφονται.
Ανώνυμα μηνύματα που θα θίγουν επώνυμα άτομα θα διαγράφονται.
Σας προσκαλούμαι σε έναν διάλογο απόψεων και θέσεων για ένα καλύτερο μέλλων της ιδιαίτερης πατρίδος μας.