Ο απλός Ιεράρχης
Δεν πρόλαβε ο Αντώνης να συστηματοποιήσει τις σκέψεις του και να συνέλθει, όταν μέσα από ένα δωμάτιο βγήκε ένας άνθρωπος με γένια και άμφια, που αν δεν έβλεπες έναν μεγάλο σταυρό που έλαμπε στο στήθος του, θα τον έπαιρνες για έναν συνηθισμένο ιερέα. Το ελαφρύ περπάτημά του, η αγγελική φυσιογνωμία του προσώπου, τα μάτια, που σε τραβούσαν σαν μαγνήτης, όλα μαζί δημιουργούσαν την εικόνα ενός αγγέλου, που κατέβηκε στη γη, στη Μητρόπολη εκείνη να τους υποδεχτεί. Ήταν ο απλός Ιεράρχης της Επισκοπής. Ο Σεβαστιανός. O Ιεράρχης με το πλατύ μέτωπο και τις βαθιές σκέψεις. Ο αβρός Άνθρωπος με το διαπεραστικό βλέμμα και τα ορατά μηνύματα.
Ο αγγελοζωγραφιστός με το γλυκό χαμόγελο και τη μεγάλη καρδιά. Τη μελωδική και πολλές φορές βροντερή ομιλία του, που όταν αναφερόταν στις πίκρες και τα βάσανα των σκλαβωμένων αδελφών του, αναβοούσε μ’ εκείνη την μπάσα, διαπεραστική φωνή του.
Πλησίασε ο Βλάσης, έπιασε το χέρι του και το φίλησε με σεβασμό. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Ο Σεβαστιανός τους αγκάλιασε έναν έναν, δίνοντας την ευλογία του, και τους κάλεσε να περάσουν στο φτωχικό μα ζεστό και σκέτο αγάπη γραφείο του.
-Καλώς ορίσατε, ευλογημένα μου τέκνα, στην μακρινή μας Μητρόπολη. Να σας προσφέρουμε από ένα λουκούμι, έτσι για να γλυκαθείτε λιγάκι και να πάρετε τον εαυτό σας από το μακρινό ταξίδι.
Πήρε το κουτάκι με τα λουκούμια και τα μοίρασε μόνος του με το πρόσωπό του να λάμπει από ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη.
-Σεβασμιότατε, είναι το νέο εκλεγμένο Προεδρείο του Παραρτήματος. Ήταν δική τους απόφαση να’ρθούν να Σας δουν, τον ενημέρωσε ο Βλάσης, που είχε καθίσει δίπλα του.
-Καλά κάνατε, τέκνα μου!
-Είπαμε να σας δούμε, να σας ενημερώσουμε και να ορκιστούμε συνάμα, είπε αυθόρμητα ο Ζήσος.
-Χρόνια ολόκληρα παρακολουθούσα το δικό σας δράμα και πάντα προσευχόμουν στο Μεγαλοδύναμο να’ρθεί και σε σας η ελευθερία, η δημοκρατία. Τώρα έχετε τη δική σας οργάνωση, την Ομόνοια. Να είστε αγαπημένοι και ενωμένοι. Την Ομόνοια και τα μάτια σας. Μην εγκαταλείπετε το χώρο σας, τα χωριά και τα σπίτια σας. Να ’ρχεστε στην Ελλάδα, γιατί γι’ αυτήν πονέσατε, φυλακιστήκατε και θανατωθήκατε. Έχετε κάθε δικαίωμα, αλλά όχι με ολοκληρωτικό ξεκλήρισμα. Να εργάζεστε εποχιακά και να επιστρέφετε εκεί στον τόπο σας, να μην ρημάξει…
Είπαν πολλά με το Γέροντα Σεβαστιανό. Άκουσαν τα σοφά λόγια του και έγιναν πιο δυνατοί, πιο αισιόδοξοι.
Τους ξεπροβόδισε μέχρι την εξώπορτα. Κατέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν στο δρόμο. Ανέβηκαν στ’ αμάξια και απομακρύνθηκαν. Πίσω τους άφησαν την φτωχή Μητρόπολη της ορεινής επαρχίας που μέσα της έπαλε μια μεγάλη καρδιά.
Στο ανακρητήριο
Ο κρότος, από τα πλήκτρα της γραφομηχανής, τον χτυπούσε σαν σίδερο στο κεφάλι. Οι πολλές ερωτήσεις δεν τον άφηναν να πάρει ανάσα:
-Γιατί επισκεφτήκατε τον γενάτο της Κόνιτσας, το Σεβαστιανό, τον εχθρό της Αλβανίας; Τι του ζητήσατε; Τι σας υποσχέθηκε;
Σαν άκουσε ο Βλάσης αυτά τα λόγια για τον Άγιο Γέροντα, αγανάκτησε λέγοντας:
-Ο Σεβαστιανός δεν είναι εχθρός της Αλβανίας. Αυτός πονάει το ίδιο και για τους ελληνικής και αλβανικής καταγωγής πολίτες αυτής της χώρας. Πονάει για όσους βασανίστηκαν και τυραννίστηκαν από το δικτατορικό κομμουνιστικό καθεστώς.
-Αυτός είναι άσπονδος εχθρός της Αλβανίας, τελεία και παύλα. Εσάς έτσι σας αρέσει να τον παρουσιάζετε.
-Ξέρετε πόσους Αλβανούς βοήθησε αυτός…
-Ναι, βοήθησε, για να τους κάνει πράκτορες και να τους στείλει κατά της Αλβανίας.
-Λάθος κάνετε…
Ένας Θεός το ξέρει από πού φανερώθηκε εκεί ένας άντρας σωματώδης, γεροδεμένος και με μάσκα στο πρόσωπο. Σαν αλεπού στον ορνιθώνα άρπαξε το Βλάση και σαν να ήταν πούπουλο τον σβάρνισε στο διπλανό σκοτεινό θάλαμο κόλασης. Γουρλώνοντας τα μάτια του φώναξε δυνατά: «Σκύλε! Εδώ θα τα πληρώσεις όλα».
Το δυσάρεστο μαντάτο
Ήταν η δεύτερη φορά, στο διάστημα των πέντε μηνών, που τους βγάλανε για αερισμό. Η έξοδος γίνεται στο πίσω μέρος του προαύλιου χώρου. Εκεί μικρά τσιμεντένια δωμάτια, χωρίς πόρτες, κολλητά το ένα με τ’ άλλο, περιτριγυρίζουν τον χώρο. Στις δυο άκρες των φυλακών, έξω από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, σε ψηλά οχυρά, στέκονται, μέρα νύχτα, οπλισμένοι στρατιώτες με πολυβόλα.
Ο Βλάσης στον προαύλιο χώρο μπόρεσε να δει πολλά πρόσωπα. Της δικής του πτέρυγας. Η κάθε πτέρυγα έχει το δικό της ωράριο. Τύποι διαφόρων ηλικιών, λευκοί, μελαχρινοί, ψηλοί, κοντοί, μελαψοί…
Ήταν κοντά με το κελί του Θοδωρή, εκείνη τη φορά. Κάθισαν στην άκρη της πόρτας, σχεδόν κοντά ο ένας με τον άλλο. Δόθηκε η απόφαση του Εφετείου και περίμεναν την απόφαση του Ακυρωτικού. Μιλούσαν σιγά, για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους δεσμοφύλακες.
-Πώς είσαι με την υγεία; άρχισε ο Θοδωρής, που δεν έχανε ποτέ το κουράγιο και την ελπίδα.
-Έχω πολλές φορές ανησυχίες. Δεν θα την αποφύγω την χειρουργική επέμβαση.
-Μην φοβάσαι και μην απελπίζεσαι, όλα καλά θα πάνε.
Έμειναν για λίγο άφωνοι.
-Δεν ξέρω αν το ’μαθες, είπε ο Θοδωρής.
-Περί τίνος πρόκειται;
-Πέθανε ο Σεβαστιανός.
Σπαρτάρισε η καρδιά του Βλάση.
-Πότε; Πώς;
-Χθες ήρθε η Ντίνα και μου είπε ότι ήταν και στην κηδεία του. Μια κηδεία μεγαλοπρεπής.
-Ο Θεός να τον αναπαύσει, του είπε ο Βλάσης και βυθίστηκε στις σκέψεις.
Τον είχε γνωρίσει καλά τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη που ζούσε απλά, χωρίς μεγάλες ανέσεις. Χωρίς φανφάρες και επισημότητες. Είχε συνηθίσει με την αγγελική του εικόνα και την τρυφερή του καρδιά. Με την πονεμένη ψυχή του, για τα βάσανα και την τύχη των συμπατριωτών του και την ζεστασιά που ένιωθε ο καθένας σαν βρισκότανε πλάι του. Μα πάνω απ’ όλα είχε συνηθίσει με τους τιτάνιους αγώνες του, μην αφήνοντας σε χλωρό κλαρί κανέναν, όσο ψηλά κι αν στεκόταν, όσο ακουστό κι αν ήταν το όνομά του. Να που τώρα ταξίδεψε στην αιωνιότητα. Πήγε κοντά στους Αγγέλους, γιατί ένας άγγελος ήταν κι αυτός.
Εκείνη την ημέρα δε γευμάτισε ο Βλάσης. Δεν του περνούσε μπουκιά. Ξάπλωσε στο αχυρένιο του στρώμα και έκλεισε τα μάτια. Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει κανένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία προσβάλουν και θίγουν πρόσωπα θα διαγράφονται.
Ανώνυμα μηνύματα που θα θίγουν επώνυμα άτομα θα διαγράφονται.
Σας προσκαλούμαι σε έναν διάλογο απόψεων και θέσεων για ένα καλύτερο μέλλων της ιδιαίτερης πατρίδος μας.