Με το όνομα «Η δίκη των 5» έμειναν στην ιστορία του σύγχρονου βορειοηπειρωτικού αγώνα τα συγκλονιστικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν τον Απρίλιο του 1994 με τη σύλληψη 5 ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας και την δίκη παρωδία που ξεκίνησε το Δεκαπενταύγουστο του ίδιου έτους. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την κινητοποίηση και τη συμπαράσταση ελληνισμού απ' όλα τα μέρη της γης. Οι 5 ηγέτες ήταν οι Θ. Μπεζιάνης, Β. Παπαχρήστου, Η. Σύρμος, Κ. Κυριακού και Π. Μάρτος.
Ακολουθεί σχετικό απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Βαγγέλη Παπαχρήστου «Ταλαιπωρημένοι μα αγέρωχοι»
Ύστερα από τέσσερις μήνες έντονων ανακρίσεων, πιέσεων και εκβιασμών, ανακοινώθηκε η ημερομηνία της δίκης: Δεκαπέντε Αυγούστου, ανήμερα της γιορτής της Παναγίας. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι θα ήταν μια δίκη ανοιχτή, δημοκρατική και με την συμμετοχή των ΜΜΕ
Ξημέρωσε. Το έγχρωμο νερό, που το ονόμαζαν τσάι, εκείνο το πρωί το στερήθηκαν. Ανήσυχες οι αρχές, μπας και αργούσανε για τη δίκη, τους αφαίρεσαν αυτό το «αγαθό». Τους έβαλαν τις χειροπέδες ανά δύο - ο Παναγιώτης έμεινε μόνος του - και τους έμπασαν στο αστυνομικόford, μαζί με μια ομάδα οπλισμένων αστυνομικών. Ανάμεσα σε δύο άλλα θωρακισμένα οχήματα, γεμάτα με οπλισμένους αστυνομικούς, κορνάροντας στους δρόμους της πρωτεύουσας, μπήκανε στο Δικαστικό Μέγαρο. Στους δρόμους οι πολίτες σταματούσαν φοβισμένοι και κοιτούσαν σαστισμένοι...
Έξω από το Δικαστικό Μέγαρο πάρα πολύς κόσμος. Οι δικοί τους, που ήρθαν να παραστούν στη δίκη, Έλληνες και Αλβανοί δημοσιογράφοι, κάμεραμαν. Βουλευτές και δικηγόροι από την Ελλάδα, που ήρθαν να τους συμπαρασταθούν, απλοί πολίτες της πρωτεύουσας. Η Άννα, μια κοντούλα πεταχτή καθηγήτρια που τα μάτια της πετούσαν σπίθες, έκανε κουράγιο στις οικογένειες των κρατουμένων και, όταν αυτοί πλησίασαν, άρχισε να χειροκροτεί σαν τρελή, πέταγε συνθήματα και παρακινούσε και τους άλλους να μπουν μέσα. Χειροκροτήματα και φωνές, όταν η φάλαγγα έφθασε κοντά στο Μέγαρο. Βία και αγριότητα από τους αστυνομικούς, για να κλείσουν γρήγορα τη σιδερένια πόρτα. Το πλήθος, σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, πλησίασε: «Ανοίξτε μας, θέλουμε να παραβρεθούμε στη δίκη. Είναι αθώοι... Είναι λεβέντες... Ζήτω τα παλικάρια μας!...»
Χτύπησαν τα τηλέφωνα. Νέες οπλισμένες δυνάμεις πλημμύρισαν τον χώρο. Σφυρίγματα και σπρωξίματα. Ο βούρδουλας άρχισε για καλά. Οι αστυνομικοί χτυπούσαν στο ψαχνό. Η είσοδος ήταν καλά ελεγχόμενη. Δεν επέτρεψαν κανέναν ξένο δημοσιογράφο και κάμεραμαν, οι οποίοι κάνανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να προστατέψουν τις κάμερες και τις φωτογραφικές μηχανές από την άγρια μανία των αστυνομικών που είχαν πάρει οδηγίες να μην αφήσουν τίποτε όρθιο.
Χτυπήματα. Φωνές. Αγριότητα. Μια μάνα καταριόταν στη γλώσσα της. Πολλοί πολίτες, που η περιέργεια τους έφερε σ’ αυτή τη χαώδη και έκρυθμη κατάσταση, άρχισαν να βρίζουν τους αστυνομικούς. Εκείνοι συνέχιζαν να ξυλοκοπούν χωρίς εξαίρεση. Οι «κλούβες» γέμισαν με «επικίνδυνους» πολίτες. Ο Ασπασίδης, ένας Έλληνας δικηγόρος, κείτεται χάμω, σχεδόν νεκρός, με σπασμένα πλευρά και κατάμαυρο σώμα. Μερικοί έσπευσαν να τον καλύψουν και να τον φυγαδεύσουν. Μια γυναίκα φέρνει πάγο, ενώ ένας νεαρός άρχισε να του κάνει μασάζ. Μια δεύτερη γυναίκα του πρόσφερε καφέ λέγοντας: «Το παιδί μου στην Ελλάδα το ’χουν σαν δικό τους παιδί. Αυτό μας κρατάει οικονομικά. Τούτοι γιατί φέρνονται μ’ αυτόν τον τρόπο;». Με μεγάλη μυστικότητα τον πήγαν στην ελληνική Πρεσβεία. Οι σκηνές της φρίκης δεν έχουν τελειωμό. Ένας νεαρός Αλβανός μπόρεσε να ξεφύγει από τα νύχια της αστυνομίας και, καθώς τα αίματα έτρεχαν από το πρόσωπό του, φώναζε μεγαλοφώνως: «Εγκληματίες! Δολοφόνοι!».
Η Αννούλα προσπαθούσε να περάσει τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Την άδεια εισόδου της την είχε δώσει σ’ έναν Έλληνα πολιτικό που έπρεπε να παραστεί στη δίκη.
-Είμαι η σύζυγος ενός κατηγορουμένου και πρέπει να παραβρεθώ στη δίκη. Αφήστε με να περάσω, φώναζε η Αννούλα.
-Ποιος δεν έχει άδεια εισόδου να μην περάσει, πρόσταζε τους αστυνομικούς ένας αντιπαθητικός άστολος, με μούσι και με μάτια γουρλωμένα.
Ξαναπροσπάθησε να μπει η Αννούλα. Τέσσερα χέρια την άρπαξαν και, αφού την σβάρνισαν μερικά μέτρα, την έμπασαν σ’ ένα αστυνομικό τζιπ. Μαζί με τους άλλους διαδηλωτές, που ήταν μέσα στην κλούβα, την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα.
-Κατηγορήστε για την διατάραξη της τάξης και θα περάσετε στο πειθαρχικό, είπε ο αστυνομικός της υπηρεσίας με κακοκεφιά.
-Για ποια διατάραξη μιλάτε, κύριε αστυνόμε! Εγώ είμαι η σύζυγος ενός εκ των κατηγορουμένων και θέλω να παρευρεθώ στη δίκη. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα.
-Το να φωνάζεις για ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό το λέτε διατάραξη; τόλμησε να πει κι ένας άλλος, το πρόσωπο του οποίου μαρτυρούσε τις μπουνιές που είχε υποστεί.
Δεν απάντησε ο αστυνομικός. Βγήκε και μπήκε σ’ ένα αστυνομικό τζιπ.
Η αίθουσα, που διεξαγόταν η δίκη, ήταν τόσο μικρή, που μπορούσες να λιποθυμήσεις. Τα παράθυρα κλειστά, καλυμμένα με βαριές καφέ κουρτίνες. Στην κορυφή, στην εξέδρα, το τριμελές δικαστικό σώμα. Αριστερά οι δύο εισαγγελείς. Ο ένας κάπως εύσωμος, κατσούφης και στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν η κακία. Ο άλλος πανύψηλος, λιγνός, με μακρουλό πρόσωπο, γυαλιστερό από τις κρέμες. Δεξιά, ένα κορίτσι με κοντά μαύρα μαλλιά και με ηλιοκαμένους βραχίονες. Με τα δάκτυλα απάνω στα πλήκτρα της γραφομηχανής ήταν έτοιμη ν’ αποτυπώσει τα λεγόμενα των καταθετών. Στην πίσω μεριά μερικές καρέκλες στις οποίες είχαν λάβει θέση δημοσιογράφοι, χαφιέδες και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. Η πρώτη σειρά ήταν άδεια. Την άφησαν για την Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ελλήνων βουλευτών. Ο Έλληνας Πρέσβης μπαίνει πρώτος. Μεταξύ των δύο «στρατοπέδων», δύο σειρές με τραπέζια και καρέκλες για τους κατηγορουμένους. Δεξιά και αριστερά τους από τρεις χεροδύναμοι αστυνομικοί.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, κοντούτσικος και παχουλούτσικος, με άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, με παχιά μάγουλα και χοντρά χείλη, απ’ τα οποία έβγαινε μια ήρεμη αλλά σκληρή και ψυχρή φωνή, έριξε μια ματιά στην αίθουσα. Κοίταξε τους κατηγορουμένους και, αφού διάβασε τα ονόματά τους με όλα τα στοιχεία, ανήγγειλε την έναρξη της δίκης. Οι πέντε κατηγορούμενοι, που βρήκαν το χρόνο να τα πουν μεταξύ τους, προτού αρχίσει η δίκη, συνεννοήθηκαν αμέσως με το νεύμα της καρδιάς, της αλήθειας και της αθωότητας. Μόλις τελείωσε ο πρόεδρος, σηκώθηκαν απότομα όρθιοι, λες και είχαν έναν αυτόματο μηχανισμό, και βροντοφώναξαν: «Δεν μπορούμε να καταθέσουμε, γιατί είμαστε νηστικοί!». Αυτό έπεσε σαν κεραυνός μέσα στην αίθουσα, όπου υπήρχαν και πολλοί ξένοι. Αμέσως, την άλλη μέρα, το γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Έδωσε διαταγή ο πρόεδρος να διακοπεί η δίκη και να φέρουν κάτι στους κατηγορουμένους να φάνε. Τους οδήγησαν στη διπλανή αίθουσα, όπου φέρανε πέντε σάντουιτς και πέντε πορτοκαλάδες. Ήταν το καλύτερο πρωινό και γεύμα που δοκίμασαν στους τέσσερις μήνες της απομόνωσής τους.
Ξανάρχισε η δίκη. Τον λόγο πήρε ο ψηλός και λιγνός εισαγγελέας, που τα μαλλιά του λαμπύριζαν απ’ το ζελέ. Η δικογραφία του μακροσκελής και με βαριές κατηγορίες. Σαν ολοκλήρωσε ανέγνωσε το κατηγορητήριο: «Κατηγορήστε γιατί, σε συνεργασία με τις ξένες μυστικές υπηρεσίες, διαπράξατε το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας, επιβουλευόμενοι την ακεραιότητα της χώρας».
-Κατηγορούμενοι, δέχεστε την κατηγορία; ακούστηκε η φωνή του προέδρου, μέσα στην απόλυτη σιωπή που επικράτησε.
Ύστερα από το «ΟΧΙ» του κάθε κατηγορουμένου, ένα ενθαρρυντικό «μπράβο, παιδιά», από το μέρος της αίθουσας. Ήταν η φωνή του Έλληνα πρέσβη, που κάθε μέρα, καθώς έμπαινε στην αίθουσα του δικαστηρίου, χαιρετούσε δυνατά: «Καλημέρα, παιδιά!».
-Οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι... Γι’ αυτό μιλούν τα στοιχεία…., συνέχισε ο εισαγγελέας.
Ξαναπήρε το λόγο ο πρόεδρος και ρώτησε τους κατηγορουμένους, αν ήταν σύμφωνοι με την κατηγορία.
-Εδώ δικάζονται στελέχη της ηγεσίας της οργάνωσης «ΟΜΟΝΟΙΑ» και ο κυριότερος σκοπός είναι ο εξευτελισμός και η διάλυσή της..., μίλησε μεγαλοφώνως πρώτος ο Βλάσης.
-Ποια στοιχεία, κύριε πρόεδρε. Εμένα με τρέλαναν, γιατί δεν συμφωνούσα με τα στοιχεία τους..., απάντησε με τη σειρά του ο Παναγιώτης.
-Γιατί δεν αναφέρατε την ψυχική και σωματική βία που ασκήθηκε σε μας; Ήταν η ερώτηση του Κώστα, για να συνεχίσει ο Ηρακλής με τη χοντρή φωνή του:
-Γιατί δεν αναφέρεστε στις σταλινικές μεθόδους, που μεταχειρίζονται ακόμα;
-Τίποτε από αυτά δεν στέκουν. Εμείς κατηγορούμαστε και καθόμαστε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μόνον καιμόνον, γιατί είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.., ήταν η θαρραλέα απάντηση του Θοδωρή και η αίθουσα πάγωσε. Το δικαστικό σώμα μάργωσε. Οι βουλευτές και οι δημοσιογράφοι έγραφαν. Ο Έλληνας πρέσβης κούναγε το κεφάλι του... Όλοι τους σκέφτονταν τις φράσεις: «Ασκήθηκε βία… Κατηγορούμαστε, γιατί είμαστε Έλληνες...».
Κάτι είπαν μεταξύ τους οι εισαγγελείς και ο ένας απ’ αυτούς, απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ζήτησε την αλλαγή της κατηγορίας, αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Κύριε Πρόεδρε! Η επαγγελματική μου συνείδηση, οι μεγάλες δημοκρατικές εξελίξεις στην Αλβανία, συμμέτοχοι στις οποίες είμαστε κι εμείς οι δημόσιοι κατήγοροι, με ωθούν να ζητήσω από σας σήμερα να αποσύρετε την κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας κατά της πατρίδας για αλλοίωση εδαφών για τους κατηγορουμένους... Ζητώ την ανάκληση αυτού του μέρους της κατηγορίας και την εκδίκαση των κατηγορουμένων για τ’ άλλα ποινικά αδικήματα».
Η ΠΑΝΑΓΙΑ έκανε το θαύμα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία προσβάλουν και θίγουν πρόσωπα θα διαγράφονται.
Ανώνυμα μηνύματα που θα θίγουν επώνυμα άτομα θα διαγράφονται.
Σας προσκαλούμαι σε έναν διάλογο απόψεων και θέσεων για ένα καλύτερο μέλλων της ιδιαίτερης πατρίδος μας.