Σελίδες

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Ένας δημοσιογράφος αφηγείται γεγονότα από το Έπος του ‘40

Επιμέλεια: ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΝΕΚΟΥ, Φιλόλογος

*  Γιορτάζουμε κι εφέτος για ακόμα μια φορά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Συμπληρώθηκαν, αλήθεια, εβδομήντα τρία χρόνια από την ημέρα εκείνη που η φασιστική Ιταλία του Μουσσολίνι κήρυξε, αναίτια, τον πόλεμο εναντίον της πατρίδας μας. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Μετά την απόρριψη του ιταμού τελεσιγράφου, που επέδωσε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι στον τότε πρωθυπουργό Ι. Μεταξά, από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου οι ένοπλες ελληνικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από σύσσωμο τον ελληνικό λαό, πολεμούσαν με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος στο αλβανικό μέτωπο για την εθνική μας κυριαρχία και την ελευθερία μας. 

Οι αλλεπάλληλες νίκες τους (Κορυτσά, Πόγραδετς, Πρεμετή, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Κλεισούρα) προκαλούσαν το θαυμασμό όλου του πολιτισμένου κόσμου. Η μικρή Ελλάδα, αντιμέτωπη με την πανίσχυρη Ιταλία, πρόσθετε ακόμα μια σελίδα δόξας στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας της. Έγραφε το έπος του 1940!

Πολλά ενθουσιώδη άρθρα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο γράφονταν στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο εκείνης της εποχής. Την πρωτοχρονιά του 1941 στο πρωτοχρονιάτικο τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» καταχωρούνται αρκετά σχετικά κείμενα. Ένα από αυτά ανήκει στον έγκριτο λογοτέχνη και δημοσιογράφο Κώστα Ουράνη. Έχει τίτλο: «Μια πορεία και μια μάχη» και υπότιτλο «Από την Καστοριά στην Αχρίδα». Ο συγγραφέας, με συναρπαστικές λεπτομέρειες, εξιστορεί τα γεγονότα που ο ίδιος βίωσε. Θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τα κυριότερα, πιστεύοντας ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Ο Ουράνης ξεκίνησε από την Καστοριά ως πολεμικός απεσταλμένος αθηναϊκής εφημερίδας. Σκοπός του ήταν να πάει στην Κορυτσά, που είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό (στις 22 Νοεμβρίου 1940), και στη συνέχεια στον τομέα μαχών του Πόγραδετς. Η τύχη τον ευνόησε γιατί την ίδια πορεία θα ακολουθούσαν και τρεις Άγγλοι ανταποκριτές, οι οποίοι του παραχώρησαν μια θέση στο ιδιωτικό τους αυτοκίνητο. Αρχίζοντας την αφήγησή του, δίνει μια εικόνα της πόλης.  

Το αυτοκίνητο με τους δημοσιογράφους, βγαίνοντας από την πόλη, ακολούθησε την ίδια πορεία πίσω από τις ατελείωτες αργές φάλαγγες, τις οποίες προσπαθούσε μάταια να προσπεράσει. Έτσι με πολλές δυσκολίες και πολλή καθυστέρηση έφτασαν σε «ένα χωριό άσχημο, με ωραίο όνομα, στην Κρυσταλλοπηγή». Εκεί, συνεχίζει ο Ουράνης, στάθμευσαν σε ένα καφενεδάκι προκαλώντας γύρω τους κοσμοσυρροή…
Οι δημοσιογράφοι με τη συνοδεία των περίεργων χωρικών ήπιαν το τσάι τους, που το συνόδευσαν με ελκυστικά εδέσματα.
Αφήνοντας την Κρυσταλλοπηγή, η παρέα των δημοσιογράφων έφτασε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου όλα ήταν άθικτα. 

Αφού πέρασαν το πρώτο αλβανικό χωριό Καψίστα, όπου συνάντησαν μέσα στη βροχή και στη λάσπη κακομοιριασμένους Αλβανούς χωρικούς «που κοίταζαν με ανέκφραστο βλέμμα το αδιάκοπο πέρασμα των εφοδιοπομπών του ελληνικού στρατού», έφτασαν το βράδυ επιτέλους στην Κορυτσά κατάκοποι και ξυλιασμένοι από το κρύο και τη βροχή. Ήταν η τρίτη ημέρα της κατάληψής της από τον ελληνικό στρατό και η πόλη «έβριθε από φαντάρους και μεταγωγικά που κατευθύνονταν στο μέτωπο».

Στη συνέχεια ο Ουράνης μιλάει για την πόλη που την περιηγήθηκαν την επόμενη μέρα. Ως πόλη δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό. Μια απρόσωπη επαρχιακή πόλη. Ωστόσο από δημοσιογραφικής πλευράς «παρουσίαζε σπαρταριστό ενδιαφέρον, γιατί διατηρούσε νωπά ακόμα τα ίχνη της ιταλικής διοικήσεως και της φυγής του ιταλικού στρατού. Τα μαγαζιά πουλούσαν ιταλικά προϊόντα και οι επιγραφές τους ήταν όλες ιταλικές. Στα καφενεία σέρβιραν καφέ (εσπρέσο)….έντυπες διαταγές του Ιταλού κομαντάντε της Κορυτσάς ξεθώριαζαν στους τοίχους των δημοσίων καταστημάτων…άθικτες και οι εικόνες του Μουσσολίνι – με μαύρο χρώμα – στους τοίχους αυλών…

Αν δεν ήταν η ελληνική σημαία που κυμάτιζε, μαζί με την αλβανική, στο Δημαρχείο και ο ελληνικός στρατός που κυκλοφορούσε στους δρόμους, θα ’λεγε κανείς πως η Κορυτσά εξακολουθούσε να ζει υπό ιταλική κατοχή». Ολοφάνερες οι εικόνες του πολέμου και της ιταλικής υποχώρησης ήταν έξω από την πόλη. Οι ιταλικές στρατιωτικές αποθήκες ήταν γεμάτες από εγκαταλελειμμένο υλικό και στα δυο μεγάλα αεροδρόμια, που τα είχαν βομβαρδίσει τα αεροπλάνα του στρατού μας, υπήρχαν επτά-οκτώ ιταλικά αεροπλάνα αχρηστευμένα από τους ίδιους τους Ιταλούς, αναρίθμητοι τενεκέδες βενζίνης, ακόμα και τρία παραμορφωμένα άταφα πτώματα Ιταλών στρατιωτών…

Εκεί όμως που φαίνονταν άφθονα και πιο εντυπωσιακά τα αποτελέσματα των μαχών και της ιταλικής ήττας, ήταν στις πλαγιές του Μοράβα, της απότομης οροσειράς που φράζει μια από τις πλευρές της πεδιάδας της Κορυτσάς. Για την κατάληψή της ο ελληνικός στρατός είχε δώσει σκληρές και ηρωικές μάχες. Οι γνωστοί μας δημοσιογράφοι θέλησαν να επισκεφτούν το μέρος αυτό, παρόλο ότι γνώριζαν τις δυσκολίες που θα συναντούσαν. Στο χωριό Μπομπότιστα, όπου πριν ήταν η έδρα του ιταλικού στρατηγείου, υπήρχε ένας καταυλισμός Ελλήνων στρατιωτών που ήταν γεμάτος κίνηση και ποικιλόχρωμες εικόνες. 

Μετά το χωριό Μπομπότιστα, αντίκριζε κανείς το άγριο φαράγγι το οποίο «στάθηκε πεδίον μάχης μεταξύ των τελευταίων ιταλικών οπισθοφυλακών, που εγκατέλειπαν το Μοράβα, και των πρώτων τμημάτων του στρατού μας που κατέβαιναν προς τον κάμπο της Κορυτσάς. Οι απότομες πλαγιές του Μοράβα ήταν γεμάτες από ιταλικό πολεμικό υλικό παρατημένο φύρδην μίγδην εδώ κι εκεί…Οι στρατιώτες που κατέβαιναν και ανήκαν στις υπηρεσίες εφοδιοπομπών, έλεγαν ότι ολόκληρη σχεδόν η οροσειρά ήταν σαν ένας τεράστιος κλείδωνας γεμάτος με τα πιο ετερόκλιτα πολεμικά αντικείμενα κι όπου δεν είχε κανείς παρά να απλώσει το χέρι του, για να πάρει ό,τι θέλει…».

Σκοπός της δημοσιογραφικής συντροφιάς ήταν να φτάσει σε ένα από τα βουνά του Μοράβα «που οι Ιταλοί το ’χαν οχυρωμένο με μόνιμα οχυρώματα, με κανόνια και με φωλιές μυδραλιοβόλων και που ο στρατός μας το κατέκτησε με τη λόγχη..». 
Η επιχείρησή τους όμως αυτή απέτυχε γατί, ενώ άφησαν το αυτοκίνητο και ανηφόριζαν με τα πόδια στις απότομες γλιστερές πλαγιές, δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν στην περιοχή, όπου, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ουράνης, έπρεπε να έχει κανείς «ιδιότητες κατσίκας, για να βγάλει πέρα εκείνον τον απότομο ανήφορο». Ωστόσο εκείνη η διαδρομή στάθηκε αρκετή για να συνειδητοποιήσουν το μέτρο των δυσκολιών που είχε να αντιμετωπίσει ο ελληνικός στρατός πολεμώντας στα απότομα και κακοτράχαλα εκείνα υψώματα. Και σημειώνει σ’ αυτό το σημείο ο Ουράνης: «Νίκη διπλή, νίκη που γεμίζει με την πεποίθηση ότι ένα στρατό που μπόρεσε να κατακτήσει μια τέτοια βουνοσειρά τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει στη νικηφόρο προέλαση…».

Η επιστροφή στην Κορυτσά ήταν αναγκαία. Όμως η τετράδα των δημοσιογράφων δεν εγκατέλειψε την αρχική της απόφαση να φτάσει στον τομέα των μαχών του Πόγραδετς. Το φρουραρχείο της Κορυτσάς τους έδωσε για οδηγό έναν εμπειροπόλεμο λοχαγό, ο οποίος όμως δεν ήξερε καλά το δρόμο προς το Πόγραδετς. Έτσι, μετά από αφάνταστη περιπλάνηση κατά την οποία κινδύνεψαν να πέσουν στα χέρια των Ιταλών, βρήκαν επιτέλους το σωστό δρόμο. Διέσχισαν ένα πεδίο μάχης που κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα, έβριθε από εγκαταλελειμμένο ιταλικό πολεμικό υλικό.

Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και έφτασαν γρήγορα στο χωριό Ποδγόρτς, όπου ήταν το στρατηγείο της ελληνικής μεραρχίας. Εκεί τους περίμενε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, η οποία θα διευκόλυνε πολύ την παραπέρα πορεία τους. Ο μέραρχος ήταν παλιός φίλος του Ουράνη και ετοιμαζόταν με τους επιτελείς του να φύγει για το παρατηρητήριο της μάχης. Οι δημοσιογράφοι ακολούθησαν το αυτοκίνητό του με το δικό τους, το οποίο τους το είχαν καμουφλάρει με κλαδιά δέντρων, για να μην αποτελεί στόχο στα ιταλικά αεροπλάνα.

Η περιοχή παρουσίαζε έντονη την εικόνα του πολέμου. Συνάντησαν εφεδρικές ελληνικές δυνάμεις, μια πεδινή πυροβολαρχία, ιππικό, ενώ αντηχούσαν γύρω οι κρότοι από τις εκρήξεις οβίδων κανονιών και όλμων. Στο μεταξύ, καθώς πλησίαζαν στο παρατηρητήριο, άφησαν το αυτοκίνητο και συνέχισαν το δρόμο τους πρώτα με άλογα και έπειτα με τα πόδια. Ο ανήφορος προς την κορυφή ενός λόφου τους έφερε επιτέλους στο παρατηρητήριο της μάχης. Εκεί είδαν όλη την προσπάθεια που κατέβαλλαν οι επιτελείς αξιωματικοί, για να διευθύνουν τη μάχη. Άλλοι συμβουλεύονταν χάρτες, άλλοι κοίταζαν μέσα σε μηχανήματα που έμοιαζαν με περισκόπια, ενώ το ακουστικό του τηλεφώνου εκστρατείας δεν έλειπε από το αυτί τους, για να μεταδίδουν διαταγές και να παίρνουν πληροφορίες. Ήταν όλοι σκυμμένοι, γονατιστοί ή πεσμένοι στο έδαφος. 

Σε λίγο η μάχη μπήκε σε αποφασιστική φάση και με μεγάλη συγκίνηση ιδίως ο Έλληνας δημοσιογράφος είδε καθαρά, μέσα σε ένα είδος περισκοπίου, τους Έλληνες στρατιώτες να ανεβαίνουν το λόφο, ενώ ο κρότος των οβίδων – ελληνικών και ιταλικών – ήταν εκκωφαντικός. Δίνουμε αυτούσια την περιγραφή του Ουράνη: «…Είδα αραιωμένους τους στρατιώτες να σκαρφαλώνουν, τρέχοντας, ένα λόφο που συνέχιζε εκείνους που κατείχαμε. Τους είδα να πέφτουν μια στιγμή μπρούμυτα, να ξανασηκώνονται και να συνεχίζουν…Από τους στρατιώτες αυτούς πότε ένας και πότε άλλος έπεφτε ανάσκελα – σκοτωμένος. Οι άλλοι όμως, χωρίς να τους προσέχουν, ανέβαιναν ολοένα έως ότου τους είδα να φτάνουν στην κορυφή! Κι αυτό ήταν όλο ό,τι μπόρεσα να δω από τη μάχη».

Η αποστολή των δημοσιογράφων είχε τελειώσει. Γύρισαν στο αυτοκίνητό τους, όταν μια άλλη εικόνα του πολέμου τους περίμενε: «…Από τη στενωπό δύο λόφων έβγαιναν στην κοιλάδα οι πρώτοι τραυματίες και οι πρώτοι αιχμάλωτοι του λόφου που είχα δει να καταλαμβάνεται από τους στρατιώτες μας με τη λόγχη. Τους πλησιάσαμε. Οι πρώτοι, παρά τα τραύματά τους, ήταν ευχαριστημένοι και στα μάτια τους έλαμπε η υπερηφάνεια της νίκης. Οι δεύτεροι είχαν ένα ύφος αποβλακωμένο, λες και τους παρέμενε ανεξήγητο πώς, στρατιώτες αυτοί της Ιτάλια Ιμπεριάλε, είχαν νικηθεί από τους κοντούς, μαυριδερούς στρατιώτες της «πίκολα Γκρέτσια», όπως την αποκαλούσαν περιφρονητικά την ημέρα που είχαν ξεκινήσει για το στρατιωτικό τους «περίπατο»».

Ο Ουράνης τελειώνει εδώ την αφήγησή του. Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά: η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας, η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην πατρίδα μας, τον Απρίλιο του 1941, η σκληρή και απάνθρωπη γερμανική κατοχή, η εθνική αντίσταση και μετά την απελευθέρωση, δυστυχώς, ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος…

Όλα αυτά τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας πρέπει να μας γεμίζουν σκέψεις και προβληματισμούς. Δεν αρκεί, τυπικά, να γιορτάζουμε κάθε χρόνο την επέτειό τους.
Στους δύσκολους καιρούς που, για άλλους πολύ σοβαρούς λόγους, περνάει πάλι σήμερα η πατρίδα μας, η στάση όλων μας απέναντι στις ξενόφερτες άκρως επικίνδυνες, επανεμφανιζόμενες δυστυχώς, ιδέες του φασισμού και του ναζισμού – που μας στοίχισαν τόσο αίμα, πόνο και δάκρυα - πρέπει να είναι απόλυτα καταδικαστική. Να επαναλάβουμε, με εθνική ομοψυχία, το ΟΧΙ του 1940. Το χρωστάμε στη χώρα μας που γέννησε και εξέθρεψε τις πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια τα οποία προσβάλουν και θίγουν πρόσωπα θα διαγράφονται.
Ανώνυμα μηνύματα που θα θίγουν επώνυμα άτομα θα διαγράφονται.
Σας προσκαλούμαι σε έναν διάλογο απόψεων και θέσεων για ένα καλύτερο μέλλων της ιδιαίτερης πατρίδος μας.