* Τα όρια μεταξύ Ιλλυριών και Ηπειρωτών με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κοινωνικά και ανθρωπολογικά γνωρίσματα, μας τα έδωσε τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Στράβων. Σύμφωνα με όσα αυτός καταγράφει, στο εσωτερικό της περιοχής σταθερό όριο αποτελούσε ο Γενούσος ποταμός. Προς τα παράλια ήταν δύσκολο να καθοριστούν τα σύνορα.
Έγραψε ο Στράβων (Γεωγραφικά 2, 4, 6, 7, σελ. 323): «Διά Λυχνιδιού πόλεως και Πυλώνος, ταύτην δην την οδόν εκ των περί την Επίδαμνον και την Απολλωνίαν, τόπων ιούσιν, εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά Έθνη κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει μέχρι του Αμβρακικού Κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη τα των Ιλλυρίων,α προδιήλθομεν και τα έθνη τα παροικούντα μέχρι Μακεδονίας και Παιόνων».
Επομένως, η περιοχή πάνω από τον Γενούσο αποτελεί την μεσαιωνική Αλβανία. Ως προς τα εθνολογικά στοιχεία που διακρίνουν τους Ηπειρώτες από τους Ιλλυριούς γράφει ο Στράβων (Ζ 326): «Ένιοι δε και σύμπασαν την μέχρι Κερκύρας, Μακεδονίαν προσαγορεύουσιν, αιτιολογούντες άμα, ότι και κουρά και διαλέκτω και χλαμύδι και άλλοις τοιούτοις χρώνται παραπλησίους, ένιοι δε και δίγλωσσοι εισίν».
Ο Στράβων υπογραμμίζει την ομοιότητα των πολιτιστικών στοιχείων Μακεδονίας και Ηπείρου και αναφέρει μάλιστα ότι «ένιοι δε και δίγλωσσοι εισίν». Η πρώτη γλώσσα βέβαια ήταν η ελληνική. Ως προς τη δεύτερη, πρόκειται για τη διάλεκτο που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από ελληνικά και ρωμαϊκά στοιχεία.
Οι Ιλλυριοί αποτελούσαν μια ομάδα εθνότητας με χαρακτηριστικά διαφορετικά μεταξύ τους, όπως εκείνα των Μακεδόνων και Θρακών.
Η γεωλογική ενότητα τους συνδέει φυλετικά και πολιτιστικά και οι διαφορές που παρατηρούνται δεν αίρουν την μεταξύ τους συγγένεια. Ο γεωφυσικός χώρος είναι καθοριστικός των σχέσεων και επαφών μεταξύ των Ιλλυριών και Ηπειρωτών. Το ενιαίο του χώρου έφερνε σε επαφή τους Ηπειρώτες και τους γείτονες Ιλλυριούς και αργότερα με τους Ρωμαίους και Μακεδόνες.
Τα σύνορα μεταξύ των δύο συγγενικών εθνών δεν ήταν σταθερά και ούτε μπορούσαν να είναι, γιατί και μεγάλη φυλετική διαφορά δεν υπήρχε και οι φιλικές σχέσεις και επαφές και αλληλοεισδύσεις ήταν αμοιβαίες.
Ο N.G.L. Hammond (Ήπειρος, μετάφραση Αθαν. Γιάγκα, έκδ. Ηπειρ. Βιβλιοθήκης, Αθήναι 1971, Γ’ τόμος, σ. 183) γράφει σχετικά: «Φαίνεται πιθανόν ότι η Χαονική Περίοδος δυνάμεως, ήρθε μετά τις μεγάλες εισβολές εξ Ελληνικών χωρών που είναι ίσως στο 1000-900 π.Χ. κι ότι η Μολοσσική περίοδος δυνάμεως ήρθε στη συνέχεια και τελείωσε στον καιρό των Περσικών πολέμων. Η ομάδα των Μολοσσών Εθνών κατείχε και τις δύο πλευρές της οροσειράς της Πίνδου και εκτεινόταν μακριά μέχρι το βορρά. Η λέξη «Ηπειρώτες» που χρησιμοποιεί ο Στράβων για να περιγράψει την περιοχή κάτω από την Χαονική και Μολοσσική δύναμη μπορεί να προέρχεται από τον Εκαταίο· σε οποιοδήποτε ποσοστό ούτος περιλάμβανε χώρα απώτερα προς βορρά απ’ ότι ο όρος Ήπειρος κατά τον τέταρτο αιώνα. Η Μολοσσική ομάδα ήταν ορεινή οργάνωση και αποτελούνταν από ένα σύνδεσμο μελών που αναγνώριζε κατά κάποιο τρόπο την κυριαρχία του Μολοσσικού Βασιλικού οίκου, τους Αιακίδες».
Από τον Εκαταίο και τον Στράβωνα υπάρχουν έγκυρες πληροφορίες για το χώρο και την έκταση των Ηπειρωτικών Εθνών και για τα προς βορρά σύνορα της Ηπείρου. Ο Hammond θεωρεί τον Εκαταίο «αξιόπιστο σχεδόν σε κάθε λεπτομέρεια». Όσο προχωρούμε προς βορρά συναντούμε λιγότερη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού. Ολόκληρος ο γεωφυσικός χώρος δέχτηκε ρωμαϊκές επιδράσεις οι οποίες άρχιζαν από τη Βόρεια Ιλλυρία και εξαπλώνονταν βαθμιαία νοτιότερα. Γι’ αυτό παρατηρούμε ευρύτερο ευρωπαϊσμό στην περιοχή μετά τον Γενούσο. Κατά τη Ρωμαιοκρατία με την ονομασία της περιοχής σε «Νέα Ήπειρο» παρατηρούμε μεγαλύτερη ελληνική διείσδυση στην Αλβανία πέρα από τον Γενούσο ποταμό. Η ειρήνη που εξασφάλισε η Ρώμη στη Βαλκανική, έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό στοιχείο να εισχωρήσει στο εσωτερικό της χώρας. Στην επικοινωνία αυτή βοηθούσε σημαντικά και το ρωμαϊκό οδικό δίκτυο.
Η Μαρία Μιχαήλ-Δέδε (Έλληνες Αρβανίτες, έκδ. ΙΒΕ, Ιωάννινα 1987, σ. 39-40) αναφέρεται με ακρίβεια στις αντιλήψεις που επικρατούσαν για την οριοθέτηση του χώρου περί τα τέλη της βυζαντινής περιόδου. «Οι αντιλήψεις – γράφει – για το σημείο του πώς πρέπει να χαράσσεται ουσιαστικά το όριο ανάμεσα στον ηπειρωτικό και ιλλυρικό χώρο με την πολιτιστική αλλά και εν μέρει και τη φυλετική πραγματικότητα, δεν είναι ούτε νεότερες ούτε αυθαίρετες. Την πολιτιστική διαχωριστική γραμμή την καθόρισε ο Jirekek, ενώ ο Suttlay χωρίς αυτήν, χαρτογράφησε την έννοια του όρου Αλβανοί κατά τα τέλη της βυζαντινής περιόδου, χρονικό σημείο το οποίο δεν στερείται καθόλου σημασίας, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός πως ο Γεώργιος Καστριώτης και γύρω στη γραμμή Jirekek είχε το κέντρο του και αυτοαποκαλείται Έλλην, ενώ γενικά άλλοτε το Ήπειρος και άλλοτε το Αλβανός χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του ή τον τίτλο του».
Ο Suttlay μάλιστα στο χάρτη του διέκρινε τη διγλωσσία ελληνικά – αρβανίτικα στο Δυρράχιο, που είναι το γεωγραφικό σημείο της ελληνικής παρουσίας. Σύμφωνα με τα λαογραφικά, εθνολογικά, ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία, τα σύνορα έπρεπε να είχαν χαραχτεί στον Γενούσο ποταμό. Όσο για την παρατηρούμενη διγλωσσία, αρχική ήταν η ελληνική, η γλώσσα της Ηπείρου. Αργότερα οι Ιλλυριοί φέρνουν τη διγλωσσία από την ανάγκη της συνεννόησης. Είναι γεγονός ότι οι Ιλλυριοί αποδεκατίστηκαν από τους Ρωμαίους και κυρίως από την πυκνή στρατολόγησή τους από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Με τις επιδρομές των Ούνων, Αβάρων και Σλάβων, συρρικνώθηκε το ιλλυρικό στοιχείο και αυτοί που απέμειναν κατέφυγαν στα βουνά. Ούτε σκέψη μπορεί να γίνει για εξιλλυρισμό των Ηπειρωτών. Οι Ιλλυριοί, φυλή ορεσίβια, απολίτιστοι, χωρίς γραπτή γλώσσα, κατά πολύ κατώτερη πολιτιστικά από τους Ηπειρώτες και αριθμητικά λιγότεροι, δεν μπορούσαν να επιδράσουν πολιτιστικά στους φιλελεύθερους και περήφανους Ηπειρώτες.
Όμως, σήμερα οι Αλβανοί δεν πείθονται και επιδιώκουν με στοιχεία αμφίβολης εγκυρότητας και με πλήθος ανακριβειών να περιλαμβάνουν ολόκληρη την Ήπειρο στην Ιλλυρία και να ισχυρίζονται ότι οι Ηπειρώτες μόνο πολιτιστικά επέδρασαν στο χώρο.
Στην Historia E. Shqiperise του Πανεπιστημίου των Τιράνων διαβάζουμε ότι «φυλές ιλλυρικές απλωνόντουσαν σε ομάδες απομονωμένες και πέρα από τα όρια της αρχαίας Ελλάδος, στην Ακαρνανία και Αιτωλία. Η νήσος Κέρκυρα εκατοικείτο εξολοκλήρου από Ιλλυριούς».
Χωρίς στοιχεία, χωρίς πηγές, ασφαλώς τέτοιες αυθαίρετες θέσεις πέφτουν στο κενό. Γεγονός είναι ότι η τουρκική κατάκτηση και οι ξενικές επιδρομές έφεραν ολέθρια αποτελέσματα στον τόπο και ο εξισλαμισμός μεγάλων μαζών οδήγησαν στον διαχωρισμό της φυλετικής ενότητας και κατέστρεψαν την αδελφοσύνη των δύο συγγενικών λαών.
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ,ΕΙΣΤΕ ΑΔΕΡΦΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ!ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΘΡΑΚΙΩΤΗ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ.ΖΗΤΩ ΟΙ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΑΔΕΡΦΟΙ ΜΑΣ.ΕΙΣΤΕ ΟΙ ΠΙΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠ'ΟΛΟΥΣ!ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΑΔΕΡΦΙΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφή